- απότιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει ποτιστεί: Τη μέρα εκείνη είχαν μείνει τα ζωντανά απότιστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπότιστος — unwatered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απότιστος — η, ο (AM ἀπότιστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ποτιστεί 2. αυτός που δεν έχει πιει νερό … Dictionary of Greek
ἀπότιστον — ἀπότιστος unwatered masc/fem acc sg ἀπότιστος unwatered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβρεχτος — και άβρεχτος, η, ο (Α ἄβρεχτος, ον) [βρέχω] αυτός που δεν έχει βραχεί, άβραχος, στεγνός, ξερός, άνυδρος, απότιστος … Dictionary of Greek
ακατάρδευτος — η, ο (Μ ἀκατάρδευτος, ον) [καταρδεύω] ο απότιστος … Dictionary of Greek
ανάρδευτος — η, ο (Α ἀνάρδευτος, ον) αυτός που δεν αρδεύθηκε, ο απότιστος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να ποτιστεί … Dictionary of Greek
ανύδρευτος — ἀνύδρευτος, ον (Α) ο απότιστος … Dictionary of Greek